- περιγλαγής
- -ές, ΜΑγεμάτος γάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -γλαγής (< γλάγος* «γάλα»), πρβλ. ευ-γλαγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιγλαγές — περιγλαγής full of milk masc/fem voc sg περιγλαγής full of milk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγλαγέας — περιγλαγής full of milk masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάγος — ( εος), το (Α) γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *γλάκος, με αφομοίωση < (θ.) γλακ (πρβλ. γάλα). Σύμφωνα προς άλλη άποψη, το γλάγος θεωρείται ως ετυμολογική βάση αυτής τής οικογένειας από αρχική μορφή ρίζας *βλαγ < … Dictionary of Greek
glag- or glak- — glag or glak English meaning: milk Deutsche Übersetzung: “Milch” Grammatical information: nom. glakt n. Note: only Gk. and Lat. Material: Gk. γάλα, γάλακτος n. “milk”; originally probably *γλακτ, gen. *γλακτός (compare… … Proto-Indo-European etymological dictionary